απαμελούμαι

απαμελούμαι
ἀπαμελοῡμαι (-έομαι) (Α) [αμελώ]
είμαι τελείως παραμελημένος, αφρόντιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”